Ετυμολογία

επεξεργασία
in depth < → δείτε τις λέξεις in και depth

  Έκφραση

επεξεργασία

in depth (en)

  • (ιδιωματισμός) σε βάθος, με λεπτομερή, προσεκτικό και πλήρη τρόπο
    ⮡  He did a standard check, but didn’t go in depth.
    Έκανε έναν τυπικό έλεγχο, δεν προχώρησε σε βάθος.