improvisation
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαimprovisation (en)
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
improvisation | improvisations |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαimprovisation (fr) θηλυκό
improvisation (en)
ενικός | πληθυντικός |
improvisation | improvisations |
improvisation (fr) θηλυκό