impréparation
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
impréparation | impréparations |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαimpréparation (fr) θηλυκό
- η έλλειψη προετοιμασίας, η προχειρότητα, η ανετοιμότητα
ενικός | πληθυντικός |
impréparation | impréparations |
impréparation (fr) θηλυκό