Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɛ̃.pe.ʁa.tʁis/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
impératrice impératrices

impératrice (fr) θηλυκό

Δείτε επίσης

επεξεργασία