idéalistique
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /i.de.a.lis.tik/
Επίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
idéalistique | idéalistiques |
idéalistique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
idéalistique | idéalistiques |
idéalistique (fr) αρσενικό ή θηλυκό