hypotenseur
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /i.pɔ.tɑ̃.sœːʁ/
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
hypotenseur | hypotenseurs |
hypotenseur (fr) αρσενικό
- το αντιπιεσικό
ενικός | πληθυντικός |
hypotenseur | hypotenseurs |
hypotenseur (fr) αρσενικό