hyponym
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
hyponym | hyponyms |
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈhaɪpəʊ.nɪm/ & /ˈhaɪpə.nɪm/ (βρετανικό)
- ΔΦΑ : /ˈhaɪ.poʊ.nɪm/ & /ˈhaɪpə.nɪm/ (ΗΠΑ)
- ⓘ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαhyponym (en)
- (γλωσσολογία) το υπώνυμο
Δείτε επίσης
επεξεργασία- hyponym στην αγγλική Βικιπαίδεια