Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /i.pɔ.kɔ̃.dʁi/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
hypocondrie hypocondries

hypocondrie (fr) θηλυκό