Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /i.pɛʁ.me.tʁɔp/

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
hypermétrope hypermétropes

hypermétrope (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. υπερμέτρωψ

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
hypermétrope hypermétropes

hypermétrope (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. υπερμέτρωψ