Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /i.pɛʁ.ɡli.se.mi/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
hyperglycémie hyperglycémies

hyperglycémie (fr) θηλυκό