Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /i.dʁɔ.mɛl/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
hydromel hydromels

hydromel (fr) αρσενικό

Συνώνυμα

επεξεργασία