hydrologique
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /i.dʁɔ.lɔ.ʒik/
Επίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
hydrologique | hydrologiques |
hydrologique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
hydrologique | hydrologiques |
hydrologique (fr) αρσενικό ή θηλυκό