humidity
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασία- η υγρασία, η περιεκτικότητα του αέρα σε υδρατμούς
- ⮡ high levels of humidity in the atmosphere - υψηλά ποσοστά υγρασίας στην ατμόσφαιρα
- η υγρασία, συνθήκες στις οποίες ο αέρας είναι υγρός και πολύ ζεστός
- ⮡ This humidity is exhausting me.
- Με εξαντλεί αυτή η υγρασία.
- ⮡ This humidity is exhausting me.