Ετυμολογία

επεξεργασία
humidity < humid + -ity

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

humidity (en) (μη μετρήσιμο)

  1. η υγρασία, η περιεκτικότητα του αέρα σε υδρατμούς
    ⮡  high levels of humidity in the atmosphere - υψηλά ποσοστά υγρασίας στην ατμόσφαιρα
  2. η υγρασία, συνθήκες στις οποίες ο αέρας είναι υγρός και πολύ ζεστός
    ⮡  This humidity is exhausting me.
    Με εξαντλεί αυτή η υγρασία.