Ετυμολογία

επεξεργασία
howling < houling < μεσοαγγλικά houle (ρήμα), πιθανώς ηχομιμητικό + -ing

  Προφορά

επεξεργασία

/ˈhaʊlɪŋ/

  Επίθετο

επεξεργασία

howling (en)

  1. ήχος ισχυρού ανέμου
    a howling wind
  2. κραυγή φάλαινας ή λύκου
  3. έρημος, βαρετός ή μονότονος χωρίς ενδιαφέροντα χαρακτηριστικά
    a howling wilderness
  4. (αργκό) πολύ σπουδαίος, τεράστιος
    a howling success