house arrest
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
house arrest (en) (μη μετρήσιμο)
- (νομικός όρος) κατ' οίκον περιορισμό, το να είμαι κρατούμενος στο σπίτι μου παρά στη φυλακή
- ↪ He was punished with house arrest.
- Τιμωρήθηκε με κατ΄ οίκον περιορισμό.
- ↪ He was punished with house arrest.
Δείτε επίσης επεξεργασία
- house arrest στην αγγλική Βικιπαίδεια