Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɔ.nɔ.ʁa.bi.li.te/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
honorabilité honorabilités

honorabilité (fr) θηλυκό