homme-grenouille
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- homme-grenouille < homme + grenouille
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
homme-grenouille | hommes-grenouilles |
homme-grenouille (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
homme-grenouille | hommes-grenouilles |
homme-grenouille (fr) αρσενικό