Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɔ.dɔ.fɔ.bi/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
hodophobie hodophobies

hodophobie (fr) θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία