hiéroglyphe
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /je.ʁɔ.ɡlif/
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
hiéroglyphe | hiéroglyphes |
hiéroglyphe (fr) αρσενικό
- το ιερογλυφικό
ενικός | πληθυντικός |
hiéroglyphe | hiéroglyphes |
hiéroglyphe (fr) αρσενικό