Ουσιαστικό

επεξεργασία

heifer (en)

  1. η δαμάλα, η δαμαλίδα, η δάμαλις (αγελάδα νεαρής ηλικίας που δεν έχει γεννήσει ακόμα)
  2. (μειωτικό) το τσουλάκι