headfirst
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίρρημα επεξεργασία
headfirst (en) (χωρίς παραθετικά)
- με το κεφάλι
- ↪ He got tangled up in the ropes and fell headfirst.
- Μπερδεύτηκε στα σκοινιά κι έπεσε με το κεφάλι.
- ↪ He got tangled up in the ropes and fell headfirst.