hardiĝi
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
ρήμα hardiĝi | |||
χρόνος | μορφή | ενεργητική μετοχή |
παθητική μετοχή |
---|---|---|---|
ενεστώτας | hardiĝas | hardiĝanta | hardiĝata |
αόριστος | hardiĝis | hardiĝinta | hardiĝita |
μέλλοντας | hardiĝos | hardiĝonta | hardiĝota |
υποθετική | hardiĝus | - | - |
προστακτική | hardiĝu | - | - |
hardiĝi (eo)