Ετυμολογία

επεξεργασία
halfway < half- + way

  Επίρρημα

επεξεργασία

halfway (en) (χωρίς παραθετικά)

  • στα μισά του δρόμου, σε ίση απόσταση μεταξύ δύο σημείων· στη μέση μιας χρονικής περιόδου
    ⮡  He caught up with him halfway.
    Τον πρόφτασε στα μισά του δρόμου.

Εκφράσεις

επεξεργασία