halfway
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
halfway (en) (χωρίς παραθετικά, μόνο πριν από το ουσιαστικό)
Επίρρημα
επεξεργασία
halfway (en) (χωρίς παραθετικά)
- στα μισά/στο μέσο του δρόμου, στη μέση, μισο-, σε ίση απόσταση μεταξύ δύο σημείων· στη μέση μιας χρονικής περιόδου
- ⮡ It's about halfway between New York and Chicago.
- Είναι περίπου στα μισά της Νέας Υόρκης και του Σικάγου.
- ⮡ He caught up with him halfway (there).
- Τον πρόφτασε στα μισά του δρόμου.
- ⮡ I'm afraid we're not even halfway there yet.
- Φοβάμαι πως δεν έχουμε φτάσει ούτε στα μισά ακόμα.
- ⮡ Two of the runners gave up halfway through the course.
- Δύο από τους δρομείς εγκατέλειψαν στο μέσο της διαδρομής.
- ⮡ We are halfway up the mountain.
- Είμαστε στη μέση της ανάβασης στο βουνό.
- ⮡ Open up the window halfway to air out the room.
- Μισάνοιξε το παράθυρο, για να αεριστεί το δωμάτιο.
- ⮡ She halfway finished the needlework and didn’t feel like finishing it.
- Μισοτέλειωσε το εργόχειρο, βαρέθηκε να το τελειώσει.
- ≈ συνώνυμα: midway
- ⮡ It's about halfway between New York and Chicago.
- στα μισά του δρόμου για να κάνω ή να πετύχω κάτι
- ⮡ This only halfway explains what really happened.
- Αυτό εξηγεί μόνο στα μισά τι πραγματικά συνέβη.
- ⮡ This only halfway explains what really happened.
- (halfway decent, ανεπίσημο) σχετικά καλός
- ⮡ Any halfway decent map will give you that information.
- Οποιοδήποτε σχετικά καλός χάρτης θα σου δώσει αυτή την πληροφορία.
- ⮡ Any halfway decent map will give you that information.