hack (en)

  1. (πληροφορική) εισβάλλω σε άλλο σύστημα, χακάρω
  2. πετσοκόβω, κατακρεουργώ, τεμαχίζω
  3. κάνω κολπάκι που αποτελεί αντισυμβατική λύση, δεν τηρώ προδιαγραφές, βολεύομαι με προχειρότητα της στιγμής
  4. βήχω δυνατά

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

hack (en) ουδέτερο

  1. (πληροφορική) η διαδικασία της εισβολής σε άλλο σύστημα
  2. άλογο βόλτας, όχι κορυφαίο, για χαλαρή ιππασία