Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ʔa.i.sabl/

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
haïssable haïssables

haïssable (fr) αρσενικό ή θηλυκό