Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
héroïne héroïnes

héroïne (fr) θηλυκό

  1. η ηρωίδα
    le héros, l'héroïne - ο ήρωας, η ηρωίδα
  2. η ηρωίνη (χωρίς πληθυντικό)
    l'héroïne est une drogue - η ηρωίνη είναι ναρκωτικό