Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.mi.ple.ʒik/

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
hémiplégique hémiplégiques

hémiplégique (fr) αρσενικό ή θηλυκό