hématologue
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.ma.tɔ.lɔɡ/
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
hématologue | hématologues |
hématologue (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
hématologue | hématologues |
hématologue (fr) αρσενικό ή θηλυκό