Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
guilt-free
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αγγλικά (en)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.3
Πηγές
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
guilt-free
<
guilt
+
free
Επίθετο
επεξεργασία
guilt-free
(en)
χωρίς
τύψεις
↪
They were spending
guilt-free
.
Ξόδευαν
χωρίς τύψεις
.
Πηγές
επεξεργασία
guilt-free
- Cambridge Dictionary online