guillemet
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
guillemet | guillemets |
guillemet (fr) αρσενικό
- το εισαγωγικό
Σημειώσεις
επεξεργασία- Συνηθίζεται μόνο στον πληθυντικό: δείτε τη λέξη guillemets.
ενικός | πληθυντικός |
guillemet | guillemets |
guillemet (fr) αρσενικό