Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɡʁi.vɛl.ʁi/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
grivèlerie grivèleries

grivèlerie (fr) θηλυκό