Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

gommette < gomme

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
gommette gommettes

gommette (fr) θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη gommer