goggles
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
goggles (en)
- πληθυντικός αριθμός του goggle
- γυαλιά κολύμβησης
- προστατευτικό ματιών τεχνίτη ή γενικά προστατευτικά γυαλιά
- (σκωπτικό) ματογυάλια, αστεία λέξη για τα γυαλιά συχνά σκωπτική ή μειωτική