go bananas
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Έκφραση
επεξεργασία
go bananas (en)
- (ιδιωματισμός, αργκό) τρελαίνομαι
- ⮡ She went bananas as soon as she saw him.
- Τρελάθηκε μόλις τον είδε.
- ⮡ She went bananas as soon as she saw him.