germ
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
germ (en)
- μικρόβιο, μικροοργανισμός
- (κυριολεκτικά και μεταφορικά) σπέρμα, σπόρος, φύτρο
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- germ στην αγγλική Βικιπαίδεια (σελίδα αποσαφήνισης)