Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
gauloiserie gauloiseries

  Ουσιαστικό επεξεργασία

gauloiserie (fr) θηλυκό

  1. η ελευθεροστομία
  2. ο χαρακτήρας παρόμοιων λόγων

Συγγενικά επεξεργασία