Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɡa.li.ma.tja/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
galimatias galimatiass

galimatias (fr) αρσενικό