Ετυμολογία

επεξεργασία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

gadfly (en)

  1. (έντομο) η αλογόμυγα
  2. (μεταφορικά) Άνθρωπος που διεγείρει ή ενοχλεί (ειδικά ασκώντας κριτική).
    Socrates described himself as a gadfly trying to sting Athens out of ignorance.