Πολωνικά (pl) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

góra lodowa < góra και [[lodowy}#Πολωνικά (pl)|lodowy}]]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈɡura lɔˈdɔva/
 

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

góra lodowa (pl) θηλυκό