Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

géostationnaire < géo- + stationnaire

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
géostationnaire géostationnaires

géostationnaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. γεωστατικός
    satellite géostationnaire - γεωστατικός δορυφόρος