géostationnaire
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- géostationnaire < géo- + stationnaire
Επίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
géostationnaire | géostationnaires |
géostationnaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- γεωστατικός
- satellite géostationnaire - γεωστατικός δορυφόρος