Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
géochimiste géochimistes

géochimiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. γεωχημικός

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
géochimiste géochimistes

géochimiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. γεωχημικός