géochimiste
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
géochimiste | géochimistes |
géochimiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
géochimiste | géochimistes |
géochimiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
géochimiste | géochimistes |
géochimiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
géochimiste | géochimistes |
géochimiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό