généalogique
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- généalogique < généalogie
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ʒe.ne.a.lɔ.ʒik/
Επίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
généalogique | généalogiques |
généalogique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
généalogique | généalogiques |
généalogique (fr) αρσενικό ή θηλυκό