futurologue
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- futurologue < futurologie
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /fy.ty.ʁɔ.lɔɡ/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
futurologue | futurologues |
futurologue (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
futurologue | futurologues |
futurologue (fr) αρσενικό ή θηλυκό