Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

fumigate < λατινική fumigatus < fumigare < fumus

  Ρήμα επεξεργασία

fumigate (en)

  • (μεταβατικό) απολυμαίνω με καπνό
  • καπνίζω, περιβάλλω κάτι με καπνό

Συνώνυμα επεξεργασία