free speech
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
free speech (en) (μη μετρήσιμο)
- άλλη μορφή του freedom of speech
- ↪ He’s a champion of free speech.
- Είναι συνήγορος της ελευθερίας του λόγου.
- ↪ He’s a champion of free speech.