francophile
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /fʁɑ̃.kɔ.fil/
Επίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
francophile | francophiles |
francophile (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
francophile | francophiles |
francophile (fr) αρσενικό