fisarmonica
Ιταλικά (it)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- fisarmonica < (άμεσο δάνειο) γερμανική Physharmonika[1][2] (→ δείτε τη λέξη Harmonika) < αρχαία ελληνική ϕῦσα + θηλυκό του ἁρμονικός
Ουσιαστικό
επεξεργασία
fisarmonica (it)
- (μουσικό όργανο) το ακορντεόν
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ fisarmonica - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).
- ↑ Γερμανική λέξη που δε βρέθηκε.(→ δείτε τη λέξη Harmonika)