figurative
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
/ˈfɪɡ(ə)rətɪv/
Ετυμολογία en επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
figurative (en)
- μεταφορικός, αλληγορικός
- βιοσχηματικός, μορφογραφικός, που περιγράφει ή θυμίζει σχήμα - μορφή που προέρχεται ή σχετίζεται με ζωική μορφή (κυρίως στην τέχνη μα όχι μόνο)