figueraie
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
figueraie | figueraies |
Ουσιαστικό επεξεργασία
figueraie (fr) και figuerie θηλυκό
- το συκοπερίβολο
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη figue
ενικός | πληθυντικός |
figueraie | figueraies |
figueraie (fr) και figuerie θηλυκό