favoritism
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
favoritism | favoritisms |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- favoritism < favorit(e) + -ism
Ουσιαστικό
επεξεργασία
favoritism (en) (ΗΠΑ) και favouritism (ΗΒ)